ασκάλευτος

ασκάλευτος
-η, -ο (Μ ἀσκάλευτος, -ον) [σκαλεύω]
ο ασκάλιστος
νεοελλ.
(για τη φωτιά) αυτή που δεν τη συδαύλισαν, δεν την αναρρίπισαν («άφησε τη φωτιά ασκάλευτη»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀσκάλευτον — ἀσκάλευτος unhoed masc/fem acc sg ἀσκάλευτος unhoed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάλευτα — ἀσκάλευτος unhoed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”